παρατήρημα

παρατήρημα
το :

κακό παρατήρημα — дурная примета


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παρατήρημα" в других словарях:

  • παρατήρημα — observation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατήρημα — τὸ, ΝΜΑ [παρατηρώ] η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της νεοελλ. φρ. «κακό παρατήρημα» κακός οιωνός, κακό σημάδι αρχ. 1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.) 2. ο όρος που πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρημάτων — παρατήρημα observation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήμασι — παρατήρημα observation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήμασιν — παρατήρημα observation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματα — παρατήρημα observation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματι — παρατήρημα observation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματος — παρατήρημα observation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»